εμφράγνυμι

εμφράγνυμι
ἐμφράγνυμι (Μ)
αρχαϊκός τ. τού ἐμφράσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”